σκυλιάζω

σκυλιάζω
Ν [σκύλος]
1. (μτβ.) εξερεθίζω κάποιον στο έπακρο σαν το σκυλί, τόν εξοργίζω στο έπακρο («μέ σκύλιασε με το πείσμα του»)
2. (αμτβ.) κυριεύομαι από μεγάλο θυμό, εξοργίζομαι μέχρι μανίας, γίνομαι σκυλί από το κακό μου («σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ' αυτά που σάς λέω», Βάρν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκυλιάζω — σκυλιάζω, σκύλιασα, σκυλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκυλιάζω — σκύλιασα, θυμώνω πολύ, ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου: Σκύλιασε από το κακό του, σαν έμαθε την ήττα του στρατού του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκύλιασμα — το, Ν [σκυλιάζω] το αποτέλεσμα τού σκυλιάζω, έκρηξη μεγάλης οργής, φρένιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”