- σκυλιάζω
- Ν [σκύλος]1. (μτβ.) εξερεθίζω κάποιον στο έπακρο σαν το σκυλί, τόν εξοργίζω στο έπακρο («μέ σκύλιασε με το πείσμα του»)2. (αμτβ.) κυριεύομαι από μεγάλο θυμό, εξοργίζομαι μέχρι μανίας, γίνομαι σκυλί από το κακό μου («σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ' αυτά που σάς λέω», Βάρν.).
Dictionary of Greek. 2013.